- Τουθόα
- Τουθόᾱ , Τουθόηfem nom/voc/acc dual (doric)Τουθόᾱ , Τουθόηfem nom/voc sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Τουθόα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 620 μ.), στην πρώην επαρχία Γορτυνίας, του νομού Αρκαδίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λευκοχωρίου … Dictionary of Greek